English Greek Dictionary

English - ελληνικά

session in Greek:

1. συνεδρία



Greek word "session"(συνεδρία) occurs in sets:

Notes 04/02/2019 (b)
Notes 15/03/2019 (b)

2. συνάντηση


Αποφασίσαμε να αναβάλλουμε την συνάντηση μέχρι την επόμενη Κυριακή.
Είναι πιθανό η ποδοσφαιρική συνάντηση να αναβληθεί εξαιτίας της βροχής.

Greek word "session"(συνάντηση) occurs in sets:

M6b10 - 6b. 30

3. συνεδρίαση



Greek word "session"(συνεδρίαση) occurs in sets:

Notes 28/06/2018 (b)